- σκαρίφημα
- το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι]νεοελλ.1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμαμσν.-αρχ.ξύσιμο, σκαριφησμός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαρίφημα — το, ατος 1. πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο. 2. πρόχειρο λογοτεχνικό έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
κροκί — Οικισμός (64 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δελφών. * * * το πρόχειρο σχέδιο, σκίτσο, σκαρίφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquis «πρόχειρο σχέδιο» (< γαλλ. croquer «σχεδιάζω πρόχειρα»] … Dictionary of Greek
σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… … Dictionary of Greek
σκίασμα — το, ΝΜΑ [σκιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (Ι) 2. καθετί που κάνει σκιά νεοελλ. 1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο 2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα μσν.… … Dictionary of Greek
σκίτσο — Σχεδιάγραμμα, ή προσχέδιο με μολύβι, μελάνι ή και χρωστήρα. Στο σ. παρουσιάζεται η συνθετική πρόθεση ενός μελλοντικού μάλλον έργου, αν και στα νεώτερα χρόνια το σ. έγινε αυτοδύναμο σχέδιο, κυρίως το γελοιογραφικό. Τα σ. χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν … Dictionary of Greek
Φαρδύς, Νικόλαος — (1855 – 1901). Γιατρός και λόγιος. Καταγόταν από τη Σαμοθράκη. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή. Αργότερα πήγε στη Μασσαλία, στο πανεπιστήμιο της οποίας σπούδασε ιατρική. Διετέλεσε διευθυντής στη σχολή… … Dictionary of Greek